καρτεσιανός

καρτεσιανός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο φιλόσοφο και μαθηματικό Kαρτέσιο: Kαρτεσιανά γινόμενα. – Kαρτεσιανή σκέψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρτεσιανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Καρτέσιο και στο σύστημά του («καρτεσιανές συντεταγμένες») 2. το αρσ. ως ουσ. ο καρτεσιανός ο οπαδός τού φιλοσοφικού συστήματος τού Καρτεσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cartesien …   Dictionary of Greek

  • Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… …   Dictionary of Greek

  • Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα …   Dictionary of Greek

  • Σπινόζα, Μπαρούχ ντε- — (Spinoza). Ολλανδός φιλόσοφος (Άμστερνταμ 1632 Χάγη 1677), ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Ντεκάρτ και το Λάιμπνιτς, της προκαντιανής ορθολογιστικής φιλοσοφίας. Από εβραϊκή οικογένεια που είχε καταφύγει από την Ισπανία στην Ολλανδία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”